χάβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάβω < μεσαιωνική ελληνική χάπτω < αρχαία ελληνική κάπτω (αρπάζω και καταπίνω πεινασμένα)

Ρήμα[επεξεργασία]

χάβω και χάφτω, , πρτ.: έχαβα, στ.μέλλ.: θα χάψω, αόρ.: έχαψα

  1. καταπίνω κάτι αμάσητο, λαίμαργα, πεινασμένα
  2. (συνεκδοχικά) αποδέχομαι μια λανθασμένη ή παραπλανητική άποψη χωρίς να την επεξεργαστώ, δηλαδή με αφέλεια
    το είπα πειστικά, αλλά αυτός δεν το έχαψε

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]