χάζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάζι τα χάζια
      γενική
    αιτιατική το χάζι τα χάζια
     κλητική χάζι χάζια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική haz (απόλαυση) < αραβική حظ (hazz)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάζι ουδέτερο

  • το να χαζεύει, να περνά κανείς την ώρα του κοιτάζοντας κάτι άνευ σημασίας

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη χαζός

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]