χάιδεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάιδεμα τα χαϊδέματα
      γενική του χαϊδέματος των χαϊδεμάτων
    αιτιατική το χάιδεμα τα χαϊδέματα
     κλητική χάιδεμα χαϊδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάιδεμα < χαϊδεύ(ω) + -μα με αποβολή του [v] πριν από [m].[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxai̯.ðe.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός:‐χάι‐δε‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάιδεμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του χαϊδεύω
  2. η ενέργεια του χαϊδεύομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη χαϊδεύω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]