χάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χάνος | οι | χάνοι |
γενική | του | χάνου | των | χάνων |
αιτιατική | τον | χάνο | τους | χάνους |
κλητική | χάνε | χάνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈxa.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐νος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάνος αρσενικό
- άλλη μορφή του χαν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χαν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χάνος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)