χάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χάρος | οι | χάροι |
γενική | του | χάρου | των | χάρων |
αιτιατική | τον | χάρο | τους | χάρους |
κλητική | χάρε | χάροι | ||
ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χάρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Χάρων με μεταπλασμό κατά τα -ος[1]. Δείτε και χάροντας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈxa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάρος αρσενικό
- η προσωποποίηση του θανάτου, → και δείτε τη λέξη Χάρος
- ※ Προσπαθούσαμε να τα πλησιάσουμε, αλλά μας φοβούνταν, σαν να ήμασταν οι χάροι τους. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κι όποιον πάρει ο χάρος: απόφαση να προχωρήσουμε σε μια ενέργεια πιθανόν επικίνδυνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όποιον πάρει ο χάρος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χάρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)