χάσμαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάσμαλο | τα | χάσμαλα |
γενική | του | χάσμαλου | των | χάσμαλων |
αιτιατική | το | χάσμαλο | τα | χάσμαλα |
κλητική | χάσμαλο | χάσμαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈxa.zma.lo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάσμαλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (συνήθως στον πληθυντικό: χάσμαλα) ξηροί καρποί, γλυκάκια κ.ά. που χρησιμοποιούνται ως σνακ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χάσμαλο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)