χέρσωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χέρσωμα τα χερσώματα
      γενική του χερσώματος των χερσωμάτων
    αιτιατική το χέρσωμα τα χερσώματα
     κλητική χέρσωμα χερσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χέρσωμα < χερσώνω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χέρσωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χερσώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]