χέστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χέστρα οι χέστρες
      γενική της χέστρας
    αιτιατική τη χέστρα τις χέστρες
     κλητική χέστρα χέστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χέστρα < αρχαία ελληνική χέζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

🚾
η χέστρα θηλυκό

  1. η λεκάνη της τουαλέτας που χρησιμοποιείται για την αφόδευση
  2. θηλυκό του χέστης


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]