χήρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Χήρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χήρα οι χήρες
      γενική της χήρας των χηρών
    αιτιατική τη χήρα τις χήρες
     κλητική χήρα χήρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χήρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χήρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈçi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χή‐ρα
ομόηχο: χείρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χήρα θηλυκό (αρσενικό χήρος)

  • γυναίκα που έχει πεθάνει ο νόμιμος σύζυγός της και δεν έχει παντρευτεί

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χήρα < επίθετο χῆρος, -α, -ον (ο στερημένος από κάτι, ο έρημος, ελληνιστική σημασία: εκείνος που έχασε τη γυναίκα του)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χήρα θηλυκό ( & ιωνικός τύποςχήρη)

  • γυναίκα χωρίς άνδρα, που ο σύζυγος είναι νεκρός
μήτηρ χήρα

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

χήρα, θηλυκό του χῆρος που σημαίνει το στερημένο

  1. η στερημένη, η κενή,
    χήρα εὐνή (το κενό συζυγικό κρεβάτι)
  2. στερημένη συζύγου
    χῆραι γυναῖκες'
  3. φαγητό χωρίς σάλτσα (έννοια της μεταγενέστερης ελληνικής) όπως λέμε σήμερα καμιά φορά ορφανή τη μακαρονάδα χωρίς κιμά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]