χαβέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαβέτα | οι | χαβέτες |
γενική | της | χαβέτας | των | χαβετών |
αιτιατική | τη | χαβέτα | τις | χαβέτες |
κλητική | χαβέτα | χαβέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαβέτα < ίσως από διάλεκτο τοπική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαβέτα θηλυκό & (παρωχημένο) χαβέττα & φαβέτα & στην Κύπρο φαβέττα
- (ιδιωματικό) άλλη ονομασία για τον λάθυρο από τον οποίο παράγεται η φάβα αλλά και κτηνοτροφές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαβέτα
|