χαβαλές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαβαλές οι χαβαλέδες
      γενική του χαβαλέ των χαβαλέδων
    αιτιατική τον χαβαλέ τους χαβαλέδες
     κλητική χαβαλέ χαβαλέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαβαλές < χαβαλέ < τουρκική havale (μεταφορά, μετάθεση) < αραβική حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαβαλές αρσενικό

  1. (παρωχημένο) το σαμάρι που χρησιμεύει να φορτώνουμε κάτι σ’ ένα υποζύγιο
  2. (παρωχημένο, ναυτικός όρος) το φορτίο πάνω στο κατάστρωμα
  3. (παρωχημένο) το βάρος που μας ενοχλεί
  4. (παρωχημένο) (μεταφορικά) φορτικός, ενοχλητικός
  5. (οικείο) η απόπειρα διασκέδασης της ανίας και της πλήξης
     συνώνυμα: γλεντοκόπημα, κέφι, ξεφάντωμα, πλάκα
  6. (οικείο) άνθρωπος που κάνει (ή δέχεται) αστεία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]