χαβανόχερο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαβανόχερο τα χαβανόχερα
      γενική του χαβανόχερου των χαβανόχερων
    αιτιατική το χαβανόχερο τα χαβανόχερα
     κλητική χαβανόχερο χαβανόχερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαβανόχερο < χαβάνι και χέρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαβανόχερο ουδέτερο

  • αντικείμενο ακριβώς σαν το γουδοχέρι, αλλά για να χτυπά πιο σκληρές τροφές σε μεταλλικό και όχι ξύλινο γουδί, συνήθως από μπρούντζο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]