χαζινές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαζινές οι χαζινέδες
      γενική του χαζινέ των χαζινέδων
    αιτιατική τον χαζινέ τους χαζινέδες
     κλητική χαζινέ χαζινέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαζινές < τουρκική hazine (άλλοτε το ταμείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τώρα το ταμείο για τους φόρους)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαζινές αρσενικό (& χαζενές & χαζνές)

  1. το θησαυροφυλάκιο, το ταμείο (συνήθως του κράτους ή φορέα)
    Χωριά και γη που μέχρι πριν από 40 χρόνια κατοικούσαν και καλλιεργούσαν αποκλειστικά Ελληνικής καταγωγής πολίτες, έχουν περάσει στο Χαζινέ σε ποσοστό 70%, 80% ή 90% (αιτήματα Ιμβρίων προς την τουρκική κυβέρνηση το Μάιο του 2012)
  2. στην Κρήτη (ίσως και αλλού) ονόμαζαν χαζινέδες και τις αποθήκες για νερό δίπλα στις βρύσες, ίσως επειδή οι Τούρκοι θεωρούσαν την αποθήκη νερού για ώρα ανάγκης ιδιαίτερα σημαντική (και για θρησκευτικούς λόγους)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]