χαλαζασφάλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλαζασφάλεια < χαλάζι και ασφάλεια (νεολογισμός κατά το πυρασφάλεια)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλαζασφάλεια θηλυκό
- ασφαλιστική κάλυψη ενός αγρότη από τις ζημίες που προκαλεί η χαλαζόπτωση (η οποία όμως εξακολουθεί να αναφέρεται ως «ασφαλιστική κάλυψη για το χαλάζι» ή όταν αυτή δεν παρέχεται, ο όρος που χρησιμοποιείται είναι «αποζημίωση για χαλαζόπτωση»). Για κάλυψη ζημιών σε ΙΧ από χαλάζι ο όρος είναι «κάλυψη από χαλαζόπτωση».
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλαζασφάλεια