χαλβαδοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλβαδοποιός < χαλβάδ(ων) + -ο- + -ποιός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλβαδοποιός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλβαδοποιός
|