χαλεπάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαλεπάκι | τα | χαλεπάκια |
γενική | του | χαλεπακιού | των | χαλεπακιών |
αιτιατική | το | χαλεπάκι | τα | χαλεπάκια |
κλητική | χαλεπάκι | χαλεπάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλεπάκι ουδέτερο
- μικρή αναβαθμίδα (στην κρητική διάλεκτο)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλεπάκι
|