χαλικόστρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλικόστρωμα τα χαλικοστρώματα
      γενική του χαλικοστρώματος των χαλικοστρωμάτων
    αιτιατική το χαλικόστρωμα τα χαλικοστρώματα
     κλητική χαλικόστρωμα χαλικοστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαλικόστρωμα < χαλίκι και στρώμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαλικόστρωμα ουδέτερο (δόκιμος ο ενικός)

  1. στρώμα ή στρώση από χαλίκι σε δρόμο ή αυλή ή παραλία
    Κάτω από το χαλικόστρωμα θα βρεις μόνο χώματα και κατσάβραχα
  2. η ενέργεια του χαλικοστρώνω, η επίστρωση με χαλίκι, το επιχαλίκωμα
    Άρχισε το χαλικόστρωμα του δρόμου


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]