χαμαλοδουλειά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαμαλοδουλειά | οι | χαμαλοδουλειές |
γενική | της | χαμαλοδουλειάς | των | χαμαλοδουλειών |
αιτιατική | τη | χαμαλοδουλειά | τις | χαμαλοδουλειές |
κλητική | χαμαλοδουλειά | χαμαλοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμαλοδουλειά θηλυκό
- βαριά, χαμηλά αμειβόμενη εργασία που θεωρείται και υποτιμητική
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαμαλοδουλειά