χαμοκέρασο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Χαμοκέρασα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαμοκέρασο τα χαμοκέρασα
      γενική του χαμοκέρασου των χαμοκέρασων
    αιτιατική το χαμοκέρασο τα χαμοκέρασα
     κλητική χαμοκέρασο χαμοκέρασα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμοκέρασο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή χαμαικέρασος (αρσενικό) [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   να ξαναγραφτεί η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαμοκέρασο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • χαμοκέρασοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)