χαμολιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαμολιά | οι | χαμολιές |
γενική | της | χαμολιάς | των | χαμολιών |
αιτιατική | τη | χαμολιά | τις | χαμολιές |
κλητική | χαμολιά | χαμολιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαμολιά < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xa.moˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μο‐λιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμολιά θηλυκό
- (φυτό, λαϊκότροπο) ονομασία του φυτού δαφνοειδής η χαμελαία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Χαμολιά (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαμολιά
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «δαφνοειδές» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)