χαμούλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χαμούλης< χαμ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμούλης αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χαμός
χαμούλης
|