χαντζάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαντζάρα οι χαντζάρες
      γενική της χαντζάρας
    αιτιατική τη χαντζάρα τις χαντζάρες
     κλητική χαντζάρα χαντζάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαντζάρα < χαντζάρι +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαντζάρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]