χαράδρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Χαράδρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαράδρα οι χαράδρες
      γενική της χαράδρας των χαραδρών
    αιτιατική τη χαράδρα τις χαράδρες
     κλητική χαράδρα χαράδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαράδρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαράδρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαράδρα θηλυκό

  1. στενόμακρο άνοιγμα στη γη ανάμεσα σε δύο όρη καθώς (κατ’ επέκταση) η κοίτη χειμάρρου που ενίοτε βρίσκεται σ' αυτή
  2. (μεταφορικά, προφορικό) το χώρισμα στα (γυναικεία) στήθη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαράδρα < χαράσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαράδρα θηλυκό ( & ιωνικός τύποςχαράδρη)

  1. ορμητικά νερά από βροχή που τρέχουν ακανόνιστα ανοίγοντας χειμάρρους
  2. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα
    ※  εὕδουσι δ΄ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
    πρώονές τε καὶ χαράδραι
    Kοιμούνται κορφοβούνια και φαράγγια,
    και ρεματιές κοιμούνται και ψηλώματα, (Αλκμάν, Μετάφραση: Ιωάννης Θεοφάνους Κακριδής)
    Διδακτικό εγχειρίδιο: Αλκμάν με τρεις μεταφράσεις - Αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. τεχνητός αγωγός νερών

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη χαράσσω

Πηγές[επεξεργασία]