χαραματιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαραματιά οι χαραματιές
      γενική της χαραματιάς των χαραματιών
    αιτιατική τη χαραματιά τις χαραματιές
     κλητική χαραματιά χαραματιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαραματιά < χαραγματιά < αρχαία ελληνική χάραγμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαραματιά θηλυκό

  • μικρό άνοιγμα, σαν να το έχεις χαράξει, μια χαραμάδα
    - Μπαίνει μια ιδέα στη φυλακή; Αυτή το σκάζει από την παραμικρή χαραματιά, από πόρτα ή παράθυρο, βγαίνει έξω κολλημένη στα ρούχα του δεσμοφύλακα… Πιάνει σα μικρόβιο τον αέρα, το ψωμί και το νερό. (Νίκος Καζαντζάκης, Βραχόκηπος, 1936)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]