χαρεκές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαρεκές | οι | χαρεκέδες |
γενική | του | χαρεκέ | των | χαρεκέδων |
αιτιατική | τον | χαρεκέ | τους | χαρεκέδες |
κλητική | χαρεκέ | χαρεκέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρεκές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική حركه (ḥrkh) + -ές < αραβική حركة
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρεκές αρσενικό
- (διακριτικό σημάδι) ορθογραφικό φωνητικό σημείο του αραβικού και του αραβοπερσικού αλφαβήτου που υποδεικνύει τη προφορά του γράμματος, πάνω ή κάτω από το οποίο τοποθετείται
- ※ Πᾶν γράμμα συλλαβιζόμενον μὲ χαρεκὲ ὀνομάζεται κινητόν. Ἠρεμοῦν δὲ καλεῖται τὸ γράμμα, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει χαρεκὲ,... (Αλέξανδρος Κωνσταντινίδης, Οθωμανική Γραμματική', Κωνσταντινούπολη, 1874)
Πηγές[επεξεργασία]
- Χλωρός, Ιωάννης (1899). Λεξικόν τουρκο-ελληνικόν, Τόμος Α. Κωνσταντινούπολη: Πατριαρχικό Τυπογραφείο.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ές (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Διακριτικά σημάδια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)