χαρουπάλευρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρουπάλευρο ουδέτερο
- (γαστρονομία) αλεύρι που παράγεται από χαρούπια
- Το χαρουπάλευρο είναι ό,τι πρέπει για παιδικούς ουρανίσκους: έχει μεγάλη θρεπτική αξία και το πλεονέκτημα της σοκολατένιας γεύσης. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρουπάλευρο
|