χαρουπόψωμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρουπόψωμο τα χαρουπόψωμα
      γενική του χαρουπόψωμου των χαρουπόψωμων
    αιτιατική το χαρουπόψωμο τα χαρουπόψωμα
     κλητική χαρουπόψωμο χαρουπόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ατομικά χαρουπόψωμα (μπροστά).

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρουπόψωμο < χαρούπ(ι) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαρουπόψωμο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]