χαρτέμπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαρτέμπορος | οι | χαρτέμποροι |
γενική | του | χαρτέμπορου & χαρτεμπόρου |
των | χαρτέμπορων & χαρτεμπόρων |
αιτιατική | τον | χαρτέμπορο | τους | χαρτέμπορους & χαρτεμπόρους |
κλητική | χαρτέμπορε | χαρτέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρτέμπορος αρσενικό
- (επάγγελμα) ο έμπορος που ασχολείται με την πώληση χαρτιού κάθε είδους (εκτυπωτικό, υγείας, εφημερίδας, χαρτοπολτού)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρτέμπορος
|