χαρτοπαίγνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Χαρτοπαίγνια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρτοπαίγνιο τα χαρτοπαίγνια
      γενική του χαρτοπαίγνιου
χαρτοπαιγνίου
των χαρτοπαίγνιων
χαρτοπαιγνίων
    αιτιατική το χαρτοπαίγνιο τα χαρτοπαίγνια
     κλητική χαρτοπαίγνιο χαρτοπαίγνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρτοπαίγνιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα χαρτοπαίγνιον, ήδη το 1809[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε χαρτο- + παίγνιο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική card game[2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xaɾ.toˈpe.ɣni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρ‐το‐παί‐γνι‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαρτοπαίγνιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις χαρτί, παίγνιο και παίζω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 1103, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. χαρτοπαίγνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας