χαρτοτεχνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
η χαρτοτεχνία (el) θηλυκό, ενικός
οι χαρτοτεχνίες (el) πληθυντικός
(μόνο στον ενικό όταν αφορά την τεχνική και όχι συγκεκριμένο αντικείμενο)
- οποιαδήποτε δημιουργία με χαρτί
- χαρτομικρογραφία