χαρτοτεχνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρτοτεχνία οι χαρτοτεχνίες
      γενική της χαρτοτεχνίας των χαρτοτεχνιών
    αιτιατική τη χαρτοτεχνία τις χαρτοτεχνίες
     κλητική χαρτοτεχνία χαρτοτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

η χαρτοτεχνία (el) θηλυκό, ενικός
οι χαρτοτεχνίες (el) πληθυντικός
(μόνο στον ενικό όταν αφορά την τεχνική και όχι συγκεκριμένο αντικείμενο)

  • οποιαδήποτε δημιουργία με χαρτί
    • χαρτομικρογραφία

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]