χαρτόλιθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρτόλιθος < χαρτί + -ο- + λίθος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carton-pierre
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρτόλιθος αρσενικό
- (παρωχημένο) σκληρό αλλά σχετικά ανθεκτικό υλικό για διάφορες μικροκατασκευές —παλιότερα και για διακόσμηση τοίχων, οροφής— με χαρτί, ανθρακικό ασβέστιο και κόλλα ή με ανθρακικό μαγνήσιο που συμπιέζονταν
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρτόλιθος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)