χαρτόλιθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτόλιθος οι χαρτόλιθοι
      γενική του χαρτόλιθου των χαρτόλιθων
    αιτιατική τον χαρτόλιθο τους χαρτόλιθους
     κλητική χαρτόλιθε χαρτόλιθοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρτόλιθος < χαρτί + -ο- + λίθος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carton-pierre

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαρτόλιθος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]