χαρχάλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρχάλω οι χαρχάλες
      γενική της χαρχάλως των χαρχάλων
    αιτιατική τη χαρχάλω τις χαρχάλες
     κλητική χαρχάλω χαρχάλες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρχάλω < πιθανόν χαρχαλεύω (αναδρομικός σχηματισμός) < (ηχομιμητική λέξη) χαρχαλ- + [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαρχάλω θηλυκό

  1. (οικείο) ονομασία ξεχαρβαλωμένου ή γενικότερα παλιού μηχανήματος
  2. (οικείο) (μειωτικό) ανήθικη γυναίκα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]