χασαπιό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χασαπιό | τα | χασαπιά |
γενική | του | χασαπιού | των | χασαπιών |
αιτιατική | το | χασαπιό | τα | χασαπιά |
κλητική | χασαπιό | χασαπιά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χασαπιό < χασάπης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χασαπιό ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χασαπιό
|