χασισοποτείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασισοποτείο τα χασισοποτεία
      γενική του χασισοποτείου των χασισοποτείων
    αιτιατική το χασισοποτείο τα χασισοποτεία
     κλητική χασισοποτείο χασισοποτεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χασισοποτείο < χασισοπότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χασισοποτείο ουδέτερο

  1. στέκι για άτομα που κάνουν ομαδικά χρήση χασίς
  2. κακόφημο στέκι στο οποίο συχνάζουν άτομα εθισμένα σε εξαρτησιογόνες ουσίες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]