χασισοποτείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χασισοποτείο < χασισοπότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χασισοποτείο ουδέτερο
- στέκι για άτομα που κάνουν ομαδικά χρήση χασίς
- κακόφημο στέκι στο οποίο συχνάζουν άτομα εθισμένα σε εξαρτησιογόνες ουσίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χασισοποτείο
|