χασμούρημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασμούρημα τα χασμουρήματα
      γενική του χασμουρήματος των χασμουρημάτων
    αιτιατική το χασμούρημα τα χασμουρήματα
     κλητική χασμούρημα χασμουρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χασμούρημα < χασμουριέμαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χασμούρημα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του ρήματος χασμουριέμαι
    Μια θεωρία για την ερμηνεία του ανακλαστικού του χασμουρήματος είναι ότι δροσίζει τον εγκέφαλο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]