χαφιεδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαφιεδισμός αρσενικό
- αυτό που κάνει ο χαφιές, η ενέργεια του χαφιεδίζω, η σκόπιμη εκμαίευση μυστικών και πληροφοριών προκειμένου να εκθέσω κάποιον στην εξουσία που τον καταδιώκει
- ↪ Οι αυταρχικές κυβερνήσεις επιδιώκουν οι πολίτες να θεωρούν τον χαφιεδισμό ως συνεργασία με τις αρχές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαφιεδισμός
|