χαϊδεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαϊδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χαϊδεύω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xai̯.ðeˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαϊ‐δε‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
χαϊδεμένος, -η, -ο
- που τον αγαπούν πολύ και του κάνουν όλα τα χατίρια