χαϊδούλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαϊδούλης < χάιδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xai̯ˈðu.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαϊ‐δού‐λης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαϊδούλης αρσενικό
- ο χαδιάρης, που του αρέσουν τα χάδια
- ο παραχαϊδεμένος, ο χαϊδεμένος ιδιαίτερα, ο καλομαθημένος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαϊδούλης
|
Πηγές[επεξεργασία]
- χαϊδούλης - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)