χειλαρού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειλαρού θηλυκό
- αυτή που έχει πολύ μεγάλα χείλια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειλαρού
|
χειλαρού θηλυκό
|