χειρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειρ < (καθαρεύουσα) χείρ < αρχαία ελληνική χείρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειρ θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο χείρ)
- (αρχαιοπρεπές) το χέρι, σε εκφράσεις όπως
- ιδίαις χερσί (με το χέρι του ίδιου, της ίδιας)
- με το όπλο ανά χείρας (με το όπλο στο χέρι)
- συν Αθηνά και χείρα κίνει (ο Θεός βοηθάει, αλλά κουνα κι εσύ τα χέρια σου)
- νίπτω τας χείρας μου (αποποιούμαι τις ευθύνες)
- δι' ανατάσεως της χειρός (τρόπος εκλογής, ψήφισης)
Σύνθετα[επεξεργασία]
- → δείτε τον όρο χειρο- & Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χειρο- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειρ
→ δείτε τη λέξη χέρι |