χειραλικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χειραλικότητα | οι | χειραλικότητες |
γενική | της | χειραλικότητας | των | χειραλικοτήτων |
αιτιατική | τη | χειραλικότητα | τις | χειραλικότητες |
κλητική | χειραλικότητα | χειραλικότητες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειραλικότητα < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chirality < chiral < αρχαία ελληνική χείρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειραλικότητα θηλυκό
- (βιοχημεία) ασυμμετρίας είδους κατοπτρικών μορφών → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- chirality στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Σελίδες για μορφοποίηση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)