χειραφετημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειραφετημένος η χειραφετημένη το χειραφετημένο
      γενική του χειραφετημένου της χειραφετημένης του χειραφετημένου
    αιτιατική τον χειραφετημένο τη χειραφετημένη το χειραφετημένο
     κλητική χειραφετημένε χειραφετημένη χειραφετημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειραφετημένοι οι χειραφετημένες τα χειραφετημένα
      γενική των χειραφετημένων των χειραφετημένων των χειραφετημένων
    αιτιατική τους χειραφετημένους τις χειραφετημένες τα χειραφετημένα
     κλητική χειραφετημένοι χειραφετημένες χειραφετημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειραφετημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χειραφετώ

Μετοχή[επεξεργασία]

χειραφετημένος

  1. (για άτομο) που έχει χειραφετηθεί, είναι πλέον ανεξάρτητο ενώ δεν ήταν, που έχει γίνει αυτόνομο και ελεύθερο να ενεργεί κατά βούληση, που έχει ελευθερωθεί από εξαρτήσεις ή κηδεμονία, που έχει πλήρη δικαιώματα
  2. (για αφηρημένες έννοιες) που έχει ανεξαρτοποιηθεί, έχει αυτονομηθεί (π.χ. η εξωτερική πολιτική μιας χώρας, ο δήμος από το κράτος κ.λπ.)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]