χειριστήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χειριστήριο τα χειριστήρια
      γενική του χειριστήριου
χειριστηρίου
των χειριστήριων
χειριστηρίων
    αιτιατική το χειριστήριο τα χειριστήρια
     κλητική χειριστήριο χειριστήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειριστήριο < (καθαρεύουσα) χειριστήριον < από την επίσης λόγια λέξη χειριστής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χειριστήριο ουδέτερο

  1. χώρος από τον οποίων γίνεται ο χειρισμός μηχανημάτων
  2. συσκευή με την οποία ελέγχεται η λειτουργία μηχανημάτων

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]