χειροθεσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειροθεσία < ελληνιστική κοινή χειροθεσία < αρχαία ελληνική χείρ + τίθημι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çi.ɾo.θeˈsi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειροθεσία θηλυκό
- (θρησκεία) η τελετουργία της τοποθέτησης του χεριού κάποιου ιεραρχικά ανώτερου (επισκόπου, ιερέως κ.λπ.) πάνω στο κεφάλι ενός και η ανάδειξή του σε ορισμένο «αξίωμα» (μοναχού, αναγνώστη κ.λπ.)
- Όλες οι χειροθεσίες διακρίνονται από τις χειροτονίες στα τρία σημεία: τελούνται προ ή εκτός της λειτουργίας, εκτός του ιερού βήματος και με μία ευχή. Οι χειροτονίες τελούνται κατά τη θεία Λειτουργία, εντός του ιερού βήματος και απαρτίζονται από δύο ευχές. (Ιωάννης Φουντούλης, Λειτουργική Α’, Θεσσαλονίκη 1993 σελ. 293)
- Η χειροθεσία κάποιου σε αναγνώστη γίνεται από τον Επίσκοπο με την ανάγνωση ειδικής ευχής. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αχειροθέτητος
- χειροθετώ
- χειροθετημένος
- → δείτε τις λέξεις χέρι και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειροθεσία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)