χειροκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειροκαλλιέργεια < χειρο- + -καλλιέργεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειροκαλλιέργεια θηλυκό
- (σπάνιο) καλλιέργεια που γίνεται με το χέρι
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειροκαλλιέργεια
|