χειροπέδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η χειροπέδα
      γενική της χειροπέδας
    αιτιατική τη χειροπέδα
     κλητική χειροπέδα
Ο πληθυντικός χειροπέδες, στο χειροπέδη.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χειροπέδες

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειροπέδα < χειροπέδη. Από τον πληθυντικό χειροπέδες πλάστηκε νέος ενικός σε

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χειροπέδα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) οι χειροπέδες
    που λες, με βουτάει, μου φοράει τη χειροπέδα και με χώνει στη στενή
  2. το ίδιο αντικείμενο ή ίδιου σχήματος που χρησιμοποιείται για ερωτικά παιχνίδια
  3. κόσμημα , βραχιόλι σε σχήμα χειροπέδης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]