χειροτέρευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειροτέρευση οι χειροτερεύσεις
      γενική της χειροτέρευσης* των χειροτερεύσεων
    αιτιατική τη χειροτέρευση τις χειροτερεύσεις
     κλητική χειροτέρευση χειροτερεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειροτερεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειροτέρευση < χειροτερεύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χειροτέρευση θηλυκό

  • η αλλαγή μιας κατάστασης ή ενός πράγματος από μία καλύτερη ή μία κακή κατάσταση σε μία χειρότερη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]