χειρόκτιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χειρόκτιο τα χειρόκτια
      γενική του χειρόκτιου των χειρόκτιων
    αιτιατική το χειρόκτιο τα χειρόκτια
     κλητική χειρόκτιο χειρόκτια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα ζευγάρι χειρόκτια των αρχών του 20ού αι.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειρόκτιο < μεσαιωνική ελληνική χειρόρτιον[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çiˈɾo.kti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χει‐ρό‐κτι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χειρόκτιο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.