χελιδόνισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χελιδόνισμα τα χελιδονίσματα
      γενική του χελιδονίσματος των χελιδονισμάτων
    αιτιατική το χελιδόνισμα τα χελιδονίσματα
     κλητική χελιδόνισμα χελιδονίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χελιδόνισμα < χελιδόνι + -ισμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χελιδόνισμα ουδέτερο

  • ένα από τα λαϊκά παιδικά τραγούδια που τραγουδούσαν τα παιδιά για να καλωσορίσουν την άνοιξη κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]