χερουλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χερουλάκι | τα | χερουλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χερουλάκι | τα | χερουλάκια |
κλητική | χερουλάκι | χερουλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χερουλάκι < υποκοριστικό του χερούλι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χερουλάκι ουδέτερο
- μικρό χερούλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ιδιαίτερη λέξη για αυτό το υποκοριστικό → δείτε τη λέξη χερούλι
χερουλάκι
|